νερομπογιά

νερομπογιά
η
1. διάλυμα χρωστικής ουσίας σε νερό, υδρόχρωμα
2. έργο ζωγραφικής φιλοτεχνημένο με υδροχρώματα, ακουαρέλα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νερομπογιά — η 1. διάλυμα χρωστικής ουσίας σε νερό, υδρόχρωμα. 2. έργο ζωγραφικής με υδρόχρωμα, αλλ. ακουαρέλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακουαρέλα — η 1. είδος ζωγραφικής, κατά την οποία ζωγραφίζει κανείς με χρώματα διαλυμένα στο νερό 2. πίνακας αυτού τού είδους ζωγραφικής, υδατογραφία 3. το χρώμα που χρησιμοποιείται στην υδατογραφία (κν. νερομπογιά). [ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. < γαλλ. aquarelle <… …   Dictionary of Greek

  • υδρόχρωμα — το, ατος 1. χρωστική ουσία διαλυτή σε νερό, νερομπογιά. 2. χρωστική ουσία διαλυμένη στο νερό, νερομπογιά. 3. γαλάκτωμα χρωματισμένου ασβέστη για ασθέστωμα: Το δωμάτιο είναι βαμμένο με υδρόχρωμα. 4. ασβέστωμα ή χρωματισμένο ασβέστωμα: Το υδρόχρωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νερ(ο)- — (Μ νερ[ο] ) α συνθετικό πολλών μεσαιωνικών και νεοελληνικών λέξεων που αναφέρονται στο νερό: α) ως μέσο (πρβλ. νερό βραστος, νερο μπογιά, νερόκρασο) β) ως περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται αυτό που δηλώνει το β συνθετικό (πρβλ. νερο χελώνα, νερο… …   Dictionary of Greek

  • υδάτινος — η, ο / ὑδάτινος, ίνη, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που αποτελείται από νερό, υδατώδης (α. «υδάτινο στρώμα» β. «πνεύματα ὑδατινώτατα», Ιπποκρ.) νεοελλ. 1. παρασκευασμένος με νερό («υδάτινη βαφή» υδρόχρωμα, νερομπογιά) 2. μτφ. διαφανής («υδάτινες γραμμές» ή… …   Dictionary of Greek

  • υδατοβαφής — ές, Ν βαμμένος με υδρόχρωμα, με νερομπογιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + βαφής (< βαφή), πρβλ. αιματο βαφής. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος] …   Dictionary of Greek

  • υδρόχρωμα — το, Ν 1. χρωστική ουσία διαλυμένη σε νερό, κν. νερομπογιά 2. χρωματισμένο γαλάκτωμα ασβέστη, κατάλληλο για επίχρυση διαφόρων επιφανειών. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + χρώμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Ξ. Λάνδερερ] …   Dictionary of Greek

  • Μαυροΐδης, Γεώργιος — (Πειραιάς 1912 – 2003). Κύπριος ζωγράφος, πανεπιστημιακός και διπλωμάτης. Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και το 1946 εντάχθηκε στο διπλωματικό σώμα. Παραιτήθηκε από τη θέση αυτή το 1959, όταν εξελέγη καθηγητής… …   Dictionary of Greek

  • υδάτινος — η, ο 1. που αποτελείται από νερό: Υδάτινη σταγόνα. 2. που έχει κατασκευαστεί από νερό: Υδάτινη βαφή (υδρόχρωμα, νερομπογιά) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”